-
1 προ-έχω
προ-έχω, zsgzn προὔχω (s. ἔχω), 11 vorhaben, vorhalten, bes. zum Schutz, τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων, Ar. Nubb. 989, u. ä. Sp.; τὼ χεῖρε προέχων, die Hände vorhaltend, Xen. Cyr. 2, 3, 10; u. so im med., προὔχοντο ἑκάστοϑι ἐννέα ταυρους, sie hatten neun Stiere vor sich, Od. 3, 8; vgl. Her. 2, 42 κριὸν ἐκδείραντα προέχεσϑαι τὴν κεφαλήν; u. in tmesi, πρὸ δὲ δούρατ' ἔχοντο, Il. 15, 355, sie streckten die Speere vor sich hin; übertr., σὺ μὲν τάδ' ἂν προὔχοιο, Soph. Ant. 80, vorschützen, προφασίζεσϑαι, Hesych.; vgl. Thuc. 1, 140; – voraushaben, τινός, vor Einem, οὔποτ' ἔκ γ' ἐμοῠ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 208, Ehre vor den Gerechten voraushaben; vgl. Xen. οὐδὲν ἡμεῖς ὑμῶν προέξομεν, Cyr. 2, 1, 16; – auch von der Zeit, voraus, früher haben, Her. 9, 4; – fernhalten, dah. med. von sich fern halten, προὐσχόμην σε, ich hielt dich ab, ein Kind, das seine Nothdurft noch nicht allein verrichten kann, Ar. Nubb. 1386; – vorwärtsbringen, fördern, οὔ τι προέχει, es bringt nicht weiter, hilft Nichts, Her. 9, 27. – 2) intrans., hervorragen, hervortreten; ὅϑ' ἀκροτάτη πρόεχ' ἀκτή, Od. 12, 11, vgl. 10, 90. 24, 82, wie ἠϊόνες 6, 138; πύργῳ ἔπι προὔχοντι, Il. 22, 97; ἐπὶ προὔχοντι μελάϑρῳ, Od. 19, 544, τῇ κεφαλῇ, Xen. Cyr. 4, 3, 16; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς, Thuc. 2, 76. Auch im Lauf der erste, vorderste sein, den Vorsprung haben, Il. 23, 325. 413; vgl. προέχων τῶν ἄλλων, Her. 9, 22; u. vom Range, δήμου προὔχουσιν, sie haben den Vorrang vor dem Volke, sind die Angesehensten im Volke, H. h. Cer. 1, 151; τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας προὔχει, übertrifft sie, Soph. Phil. 138, τῇ δ' ἐπιστήμῃ σύ μου προὔχοις τάχ' ἄν, O. R. 1116; u. in Prosa, gew. τινός τινι, Einen worin, Her. 1, 1. 32. 2, 136. 3, 82. 9, 22; δυνάμει προὔχοντες, Thuc. 1, 18, u. öfter; τὸν προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν, Plat. Legg. IX, 879 c, vgl. Rep. VI, 484 d; Xen. vrbdt es auch mit dem accus. der Person, ἑνὶ μόνῳ προέχουσιν ἡμᾶς οἱ ἱππεῖς, An. 3, 2, 19; Folgde; ὁ δανειζόμενος ἐν παντὶ προέχει ἡμῶν, Dem. 56, 1; τῇ εὐχερείᾳ καὶ τόλμῃ προεῖχον οἱ μισϑοφόροι, Pol. 15, 13, 1; Ggstz von λείπεσϑαι, Plut. Nic. 3; ἐκείνων μεγέϑει τοσοῠτον προὔχει, Luc. musc. enc. 1; auch προέχειν κατὰ σοφίαν, amor. 30, u. absolut, οἱ προὔχοντες, die Ersten, Angesehenen, Scyth. 10; Harmon. 2, u. a. Sp. – Bei Hom. durchgängig und auch sonst häufig ist die zusammengezogene Form προὔχω; nur wo das Augment stehen sollte, wird πρόεχε statt προεῖχε geschrieben, nicht προὖχε, Od. 12, 11. – Vgl. noch προΐσχω.
-
2 προέχω
προ-έχω,, (1) vorhaben, vorhalten, bes. zum Schutz; τὼ χεῖρε προέχων, die Hände vorhaltend; προὔχοντο ἑκάστοϑι ἐννέα ταυρους, sie hatten neun Stiere vor sich; πρὸ δὲ δούρατ' ἔχοντο, sie streckten die Speere vor sich hin; übertr., σὺ μὲν τάδ' ἂν προὔχοιο, vorschützen; voraushaben, τινός, vor einem; οὔποτ' ἔκ γ' ἐμοῠ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Ehre vor den Gerechten voraushaben; auch von der Zeit: voraus, früher haben; fernhalten, dah. med. von sich fern halten; προὐσχόμην σε, ich hielt dich ab, ein Kind, das seine Notdurft noch nicht allein verrichten kann; vorwärtsbringen, fördern; οὔ τι προέχει, es bringt nicht weiter, hilft nichts; (2) intrans., hervorragen, hervortreten. Auch im Lauf der erste, vorderste sein, den Vorsprung haben; vom Range, δήμου προὔχουσιν, sie haben den Vorrang vor dem Volke, sind die Angesehensten im Volke; absolut, οἱ προὔχοντες, die Ersten, Angesehenen
См. также в других словарях:
προέχει — προέχω hold before pres ind mp 2nd sg προέχει , προέχω hold before pres ind act 3rd sg προέχει , προχέω pour forth imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέχει — (ως προσ. ή απρόσ.) προέχουν (ως προσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
έκριν — ἔκριν ( ινος), ο, η (Α) ιατρ. αυτός που έχει μύτη που εξέχει, που προέχει … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
παρεξάρτιο — το ναυτ. μικρός εξώστης που προέχει από τις πλευρές μεγάλου ιστιοφόρου πλοίου για να στερεώνονται σε αυτόν τα ξάρτια και τα παταράτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εξάρτιον / ξάρτι. Η λ., στον πληθ. παρεξάρτια, μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
προοχή — ἡ, Α [προέχω] το μέρος που προέχει, προεξοχή … Dictionary of Greek